NeologismoiWiki
Advertisement

αληπάθεια: [η] (ἄλη [περιπλάνηση > αλαζονεία] + πάθος) επιδεικτικά απαθές και αδιάφορο ύφος (μτφ. δ. απο τη γαλλική blasé = μπλαζέ)

Advertisement