NeologismoiWiki
Advertisement

ανανυμφοδώρημα: [το] (ανα- + νύμφη + δώρημα) προγαμιαία δωρεά τού γαμπρού προς τη νύφη, κυρίως όταν ο άντρας έρχεται σε δεύτερο γάμο, η δε νύφη είναι παρθένα (μτφ. δ. απο την τουρκ. agirlik = αγριλίκι)

Advertisement