NeologismoiWiki
Advertisement

ανθραχύαλος: [ο] (άνθρακας + ὕαλος) ελαφρύ και διάφανο πλαστικό υλικό που μοιάζει με γυαλί που έχει μεγάλη αντοχή στις καιρικές μεταβολές και τις πιέσεις (μτφ. δ. απο τη γερμανική plexiglas = πλεξιγκλάς)

Advertisement