NeologismoiWiki
Advertisement

αποθάλαμος: [ο] (απο + θάλαμος) απομονωμένος χώρος σε κέντρο διασκέδασης για πελάτες που χρειάζονται να μείνουν μόνοι μεταξύ τους (μτφ. δ. απο τη γαλλική séparé = σεπαρέ)

Advertisement