NeologismoiWiki
Advertisement

αστοειδημονιός: [ο] (αστός + ϝεῑδος > ειδήμων + νέος) τεχνοκράτης, συνήθως νεαρής ηλικίας με καλοπληρωμένη δουλειά και τρόπο ζωής που χαρακτηρίζεται από υπερκατανάλωση (μτφ. δ. απο την αγγλική yuppie = γιάπης)

Advertisement