NeologismoiWiki
Advertisement

αυτοεκσπλαχνίζομαι: [ρ.] (αυτο- + εκσπλαχνισμός) το να τελώ την τελετουργική αυτοκτονία του κοιλιακού εκσπλαχνισμού με ξίφος, όπως την εφάρμοζαν παραδοσιακά τα μέλη της ιαπωνικής τάξης των πολεμιστών, όταν ατιμάζονταν, καταδικάζονταν σε θάνατο ή διαισθανόταν ότι επίκειται ήττα, το να κάνω χαρακίρι (μτφ. δ. απο την ιαπωνική hara-kiri [κοιλιά-κόψιμο] = χαρακίρι)

Advertisement