NeologismoiWiki
Advertisement

αφρέδεσμα: [το] (αφρός + έδεσμα) ορεκτικό ή γλυκό έδεσμα με υφή πυκνού αφρού το οποίο αποτελείται από ένα πολτοποιημένο κύριο συστατικό αναμεμιγμένο με πολύ χτυπημένο ασπράδι αβγών ή με χτυπημένη κρέμα ή και με τα δύο (μτφ. δ. απο τη γαλλική mouse = μους) (© Ju-87)

Advertisement