αφυποβαθρίζω: [ρ.] (ἀπό + ὑπόβαθρον) (φωτογρ. τυπογρ.) το να διαχωρίζω μια εικόνα ή τμήμα της από το φόντο της (μτφ. δ. απο τη γαλλική découper= ντεκουπάρω)
Advertisement
αφυποβαθρίζω: [ρ.] (ἀπό + ὑπόβαθρον) (φωτογρ. τυπογρ.) το να διαχωρίζω μια εικόνα ή τμήμα της από το φόντο της (μτφ. δ. απο τη γαλλική découper= ντεκουπάρω)