NeologismoiWiki
Advertisement

αφυποβαθρίζω: [ρ.] (ἀπό + ὑπόβαθρον) (φωτογρ. τυπογρ.) το να διαχωρίζω μια εικόνα ή τμήμα της από το φόντο της (μτφ. δ. απο τη γαλλική découper= ντεκουπάρω)

Advertisement