γηϊνοειδής: [ο] (γήινος + -ειδής) (ε.φ.) επίθ. για κάτι που μοιάζει με το αντίστοιχο του στη Γη (μτφ. δ. απο την αγγλική earthlike)
Advertisement
γηϊνοειδής: [ο] (γήινος + -ειδής) (ε.φ.) επίθ. για κάτι που μοιάζει με το αντίστοιχο του στη Γη (μτφ. δ. απο την αγγλική earthlike)