γλυχυάλιθος: [ο] (γλυκός + ὕαλος + λίθος) μικρό και σκληρό ζαχαρωτό απο υαλοποιημένη ζάχαρη (μτφ. δ. απο την ιταλική caramella = καραμέλα)
Advertisement
γλυχυάλιθος: [ο] (γλυκός + ὕαλος + λίθος) μικρό και σκληρό ζαχαρωτό απο υαλοποιημένη ζάχαρη (μτφ. δ. απο την ιταλική caramella = καραμέλα)