NeologismoiWiki
Advertisement

γλυχυάλιθος: [ο] (γλυκός + ὕαλος + λίθος) μικρό και σκληρό ζαχαρωτό απο υαλοποιημένη ζάχαρη (μτφ. δ. απο την ιταλική caramella = καραμέλα)

Advertisement