NeologismoiWiki
Advertisement

δακτυλοβέμβικας: [ο] (δάκτυλος + βέμβικας) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)

Advertisement