δασοκατάνυξη: [η] (δάσος + κατάνυξη) συναίσθημα μοναχικής γαλήνης μέσα στο δάσος (μτφ. δ. απο τη γερμανική waldeinsamkeit)
Advertisement
δασοκατάνυξη: [η] (δάσος + κατάνυξη) συναίσθημα μοναχικής γαλήνης μέσα στο δάσος (μτφ. δ. απο τη γερμανική waldeinsamkeit)