NeologismoiWiki
Register
Advertisement

διανδροδόχος: [η] (δύο + άνδρας + δέχομαι) γυναίκα η οποία συνευρίσκεται ερωτικά με δύο άνδρες ταυτόχρονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fmm lady)

Advertisement