NeologismoiWiki
Advertisement

διασυμφόρημα: [το] (δια- + συμφόρημα) ηλεκτρονική διαφήμιση που εμφανίζεται χωρίς εξουσιοδότηση από το χρήστη (μτφ. δ. απο την αγγλική spam = σπαμ) (© κάποιος_Νίκος)

Advertisement