NeologismoiWiki
Advertisement

δονητόφθογγα: [επιρρ.] (δόνηση + φθόγγος) (μουσική) η ελαφρά διακύμανση ενός ήχου ή ενός μουσικού φθόγγου, που προκαλεί την αίσθηση ενός παλλόμενου ήχου ή μουσικού φθόγγου, χωρίς να μεταβάλλεται η ταυτότητά του. Χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στη φωνητική μουσική ή στη μουσική τζαζ (μτφ. δ. απο την ιταλική vibrato = βιμπράτο)

Advertisement