NeologismoiWiki
Advertisement

εμβιόφρακτο: [το] (έμβιο + φρακτός) γιγαντιαίος ζωντανός οργανισμός πλασμένος, μεταλλαγμένος ή κατασκευασμένος έτσι ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως διαστημόπλοιο (μτφ. δ. απο την αγγλική bioship)

Advertisement