εμπηλόψητο: [το] (εν + πηλός + ψήνω) φαγητό αποτελούμενο κυρίως απο κρέας και κριθαράκι, ψημένο μέσα σε πήλινο σκεύος (μτφ, δ. απο την τουρκ. guvec = γιουβέτσι)
Advertisement
εμπηλόψητο: [το] (εν + πηλός + ψήνω) φαγητό αποτελούμενο κυρίως απο κρέας και κριθαράκι, ψημένο μέσα σε πήλινο σκεύος (μτφ, δ. απο την τουρκ. guvec = γιουβέτσι)