εξαγοραστήριο: [το] (εξαγοράζω + -ήριο) παροχή ή εξυπηρέτηση από κάποιο υπουργό ή βουλευτή σε οπαδούς, φίλους ή γνωστούς με αντάλλαγμα την υποστήριξή τους (μτφ. δ. απο την τουρκ. rusvet = ρουσφέτι)
Advertisement
εξαγοραστήριο: [το] (εξαγοράζω + -ήριο) παροχή ή εξυπηρέτηση από κάποιο υπουργό ή βουλευτή σε οπαδούς, φίλους ή γνωστούς με αντάλλαγμα την υποστήριξή τους (μτφ. δ. απο την τουρκ. rusvet = ρουσφέτι)