NeologismoiWiki
Advertisement

εξαλωπή: [η] (έξαλα + ὀπή) μικρό στρογγυλό παράθυρο σε καμπίνα πλοίου (μτφ. δ. απο την ιταλική finestrino = φιλιστρίνι, φινεστρίνι)

Advertisement