NeologismoiWiki
Advertisement

επιβατοκόμιστρο: [το] (επιβάτης + κόμιστρο) καθορισμός τιμής, διατίμηση, το κόστος διαδρομής με ταξί (μτφ. δ. απο την ιταλική tariffa = ταρίφα)

Advertisement