NeologismoiWiki
Advertisement

επιπλανήτιος: [ο] (επί + πλανήτης) (ε.φ.) επιθ. για κάτι που βρίσκεται εντός του πλανήτη αναφοράς (μτφ. δ. απο την αγγλική on-planet adj)

Advertisement