NeologismoiWiki
Advertisement

επιρρυθμικά: [επιρρ.] (επι + ῥυθμικώς) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που δηλώνει την αλλαγή του ρυθμού, συγκεκριμένα την επιτάχυνση του ρυθμού (μτφ. δ. απο την ιταλική accelerando = ατσελεράντο)

Advertisement