NeologismoiWiki
Advertisement

ευδιαλυθηδές: [το] (ευδιάλυτο + ἡδύς) είδος ζαχαρωτού που διαλύεται εύκολα στο στόμα (μτφ. δ. απο τη γαλλική fondant = φοντάν)

Advertisement