NeologismoiWiki
Advertisement

ευπαλινδρόμηση: [η] (ευ + παλινδρόμηση) το αίσθημα ευχάριστης αναμονής που νιώθει κάποιος που περιμένει έναν αγαπημένο και εκδηλώνεται με το διαρκές "πήγαινε - έλα" για να δει αν ήρθε (μτφ. δ. απο την Ινουίτ iktsuarpok)

Advertisement