NeologismoiWiki
Advertisement

θαλαμεριστής: [ο] (θάλαμος + μερίζω) συρόμενη ή αναδιπλούμενη κατασκευή ή κουρτίνα, η οποία κλείνοντας απομονώνει έναν χώρο, πχ σε δοκιμαστήρια καταστημάτων ρούχων, εκλογικά τμήματα κλπ. (μτφ. δ. απο τη γαλλική paravent = παραβάν)

Advertisement