θερμοθήραυλος: [ο] (θερμός + θηρεύω + αυλός) πύραυλος θερμικής αναζήτησης (μτφ. δ. απο την αγγλική heat-seeking missile)
Advertisement
θερμοθήραυλος: [ο] (θερμός + θηρεύω + αυλός) πύραυλος θερμικής αναζήτησης (μτφ. δ. απο την αγγλική heat-seeking missile)