NeologismoiWiki
Advertisement

ίσθυφο: [το] (ιστός + ὑφή) διάφανο, δικτυωτό ύφασμα μπουμπουνιέρας που το δένουμε σαν ασκό και μέσα του βάζουμε κουφέτα (μτφ. δ. απο τη γαλλική tulle = τούλι)

Advertisement