NeologismoiWiki
Advertisement

λάβοπτρο: [το] (λαβή + -οπτρο) ματογυάλια με χειρολαβή, που, παλαιότερα, χρησιμοποιούσαν ιδίως οι κυρίες τού καλού κόσμου (μτφ. δ. απο τη γαλλική face‐à‐main = φασαμέν)

Advertisement