NeologismoiWiki
Register
Advertisement

λαχανάκατο: [το] (λάχανο + ἀνάκατος) είδος λαδερού φαγητού, του φούρνου ή της κατσαρόλας, παρόμοιο με το μπριάμ, για την κατασκευή του οποίου χρησιμοποιούνται διάφορα μεσογειακά, καλοκαιρινά λαχανικά (μτφ. δ. απο την τουρκ. turlu = τουρλού)

Advertisement