NeologismoiWiki
Advertisement

λούθρεδρο: [το] (λουτρό + ἕδρα) υγειονομικός εξοπλισμός τουαλέτας που αποτελείται από χαμηλή πορσελάνινη λεκάνη και βρύση, και χρησιμοποιείται για προσωπική υγιεινή (μτφ. δ. απο τη γαλλική bidet = μπιντές)

Advertisement