NeologismoiWiki
Advertisement

μεμψικαύχηση: [η] (μέμφομαι + καυχώμαι) ύπουλη καυχησιολογία κεκαλυμμένη απο μεμψιμοιρία (μτφ. δ. απο την αγγλική humblebrag)

Advertisement