μεμψικαύχηση: [η] (μέμφομαι + καυχώμαι) ύπουλη καυχησιολογία κεκαλυμμένη απο μεμψιμοιρία (μτφ. δ. απο την αγγλική humblebrag)
Advertisement
μεμψικαύχηση: [η] (μέμφομαι + καυχώμαι) ύπουλη καυχησιολογία κεκαλυμμένη απο μεμψιμοιρία (μτφ. δ. απο την αγγλική humblebrag)