NeologismoiWiki
Advertisement

μεταλλοποίκιλμα: [το] (μέταλλο + ποίκιλμα) κόσμημα που κρέμεται από μια αλυσίδα περασμένη στο λαιμό και μπορεί να περιέχει μια θήκη, πχ για μικρή φωτογραφία (μτφ. δ. απο τη γαλλική médaillon = μενταγιόν) (© Ju-87)

Advertisement