νήρρυθμα: [επιρρ.] (νη + ῥυθμός) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που δηλώνει την άνευ ρυθμού ελευθερία στον ρυθμό (μτφ. δ. απο την ιταλική a piacere = α πιατσέρε)
Advertisement
νήρρυθμα: [επιρρ.] (νη + ῥυθμός) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που δηλώνει την άνευ ρυθμού ελευθερία στον ρυθμό (μτφ. δ. απο την ιταλική a piacere = α πιατσέρε)