ορμηφορίζω: [ρ.] (ορμή + φόρα) το να κινούμαι με αυτοκίνητο με την ορμή που έχει αποκτήσει χωρίς να χρησιμοποιείται η ισχύς του κινητήρα του (μτφ. δ. απο την ιταλική rollare = ρολάρω)
Advertisement
ορμηφορίζω: [ρ.] (ορμή + φόρα) το να κινούμαι με αυτοκίνητο με την ορμή που έχει αποκτήσει χωρίς να χρησιμοποιείται η ισχύς του κινητήρα του (μτφ. δ. απο την ιταλική rollare = ρολάρω)