οχλοπεολειχία: [η] (όχλος + πέος + λείχω) σεξουαλική πράξη κατά την οποία μια γονατιστή γυναίκα λειχει τα μόρια πολλών ανδρών στεκομενων περιμετρικως αυτής (μτφ. δ. από την αγγλική blowbang)
Advertisement
οχλοπεολειχία: [η] (όχλος + πέος + λείχω) σεξουαλική πράξη κατά την οποία μια γονατιστή γυναίκα λειχει τα μόρια πολλών ανδρών στεκομενων περιμετρικως αυτής (μτφ. δ. από την αγγλική blowbang)