NeologismoiWiki
Advertisement

παρυφοκέντητο: [το] (παρυφή + κεντητό) κεντημένη διακοσμητική λωρίδα που μπορεί να ραφτεί ως παρυφή υφάσματος, φορέματος ή κουρτίνας (μτφ. απο τη γαλλική bordure = μπορντούρα)

Advertisement