NeologismoiWiki
Advertisement

περιπελαγωγό: [το] (περιπελάγηση [κρουαζιέρα] + άγω) μεγάλο πλοίο με εγκαταστάσεις ξενοδοχειακού τύπου που εκτελεί κρουαζιέρες, το κρουαζιερόπλοιο (μτφ. δ. απο την γαλλική croisière [+πλοίο] = κρουαζιερόπλοιο)

Advertisement