NeologismoiWiki
Advertisement

πετηλιδέραιο: [το] (πετηλίς + δέρη) είδος λαιμοδέτη που φοριέται με επίσημο ένδυμα και αποτελείται από μια ταινία ύφασμα που δένεται έτσι, ώστε να σχηματίζονται δυο συμμετρικοί φιόγκοι (μτφ. δ. απο τη γαλλική papillon = παπιγιόν) (© Ju-87)

Advertisement