NeologismoiWiki
Advertisement

πηνήθερος: [ο] (πήνη + θέρος) (η) είδος γυναικείου, κυρίως, ενδύματος που αποτελείται από ένα κομμάτι ύφασμα και τυλίγεται γύρω από το σώμα (μτφ. δ. απο τη γαλλική pareo = παρεό) (© Ju-87)

Advertisement