NeologismoiWiki
Advertisement

πλεκτραπέζιο: [το] (πλεκτό + επιτραπέζιο) είδος εργόχειρου, κεντητού ή πλεκτού (με βελονάκι), που στρώνεται κυρίως σε τραπέζι, τηλεόραση, δίσκο σερβιρίσματος κ.α. (μτφ. δ. απο τη γαλλική chemin = σεμέν)

Advertisement