NeologismoiWiki
Advertisement

πολτωπώρα: [η] (πολτός + ὀπώρα) πολτώδες γλυκό παρασκεύασμα φτιαγμένο από βρασμένα φρούτα και ζάχαρη (μτφ. δ. απο την αγγλική marmelade = μαρμελάδα)

Advertisement