NeologismoiWiki
Advertisement

προβολίκριο: [το] (προβολέας + ίκριο) η σειρά τών φώτων σε όλο το πλάτος τού προσκηνίου ενός θεάτρου, από τις δύο μεριές τού υποβολείου (μτφ. δ. απο τη γαλλική rampe = ράμπα)

Advertisement