NeologismoiWiki
Register
Advertisement

προβυθανάσπαστα: [επιρρ.] (προ + βυθός + ανάσπαστος) (ναυτικός όρος) κατάσταση κατά την οποία η άγκυρα πλοίου φέρεται έξω από τη θέση της, κρεμασμένη, έτοιμη για πόντιση (μτφ. δ. απο την ιταλική a picco = απίκο)

Advertisement