προσεισφράγιση: [η] (προς + εις + σφράγιση) πρόσδεση διαστημοπλοίου σε διαστημικό σταθμό (μτφ. δ. απο την αγγλική space docking)
Advertisement
προσεισφράγιση: [η] (προς + εις + σφράγιση) πρόσδεση διαστημοπλοίου σε διαστημικό σταθμό (μτφ. δ. απο την αγγλική space docking)