NeologismoiWiki
Register
Advertisement

σακάκιππος: [ο] (σακάκι + ίππος) παλτό ιππασίας ή επίσημο ανδρικό ένδυμα του οποίου το κόψιμο θυμίζει παλτό ιππασίας (μτφ. δ. απο την αγγλική riding coat = ρεντινγκότα)

Advertisement