NeologismoiWiki
Advertisement

σβουρέλικας: [ο] (σβούρα + έλικας) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner) (© sys3x)

Advertisement