NeologismoiWiki
Advertisement

στεγοδιαμέρισμα: [το] (στέγη + διαμέρισμα) ο τελευταίος, ανώτερος όροφος κτηρίου, μικρότερος συνήθως από τους υπόλοιπους, τού οποίου η πρόσοψη δεν φτάνει ως την πρόσοψη τού άλλου οικοδομήματος και ο οποίος έχει συνήθως μεγάλη βεράντα, το διαμέρισμα σε αυτόν τον όροφο (μτφ. δ. απο τη γαλλική retiré = ρετιρέ)

Advertisement