NeologismoiWiki
Advertisement

συγκρατίδα: [η] (συγκράτηση + -ίδα) λουρίδα από ύφασμα ή λάστιχο για να συγκρατεί ρούχα (μτφ. δ. απο την ιταλική tirante = τιράντα)

Advertisement