συντηξιωθούμενο: [το] (σύντηξη + ωθούμαι) (ε.φ.) διαστημόπλοιο κινούμενο με μηχανισμό πυρηνικής σύντηξης (μτφ. δ. απο την αγγλική torchship)
Advertisement
συντηξιωθούμενο: [το] (σύντηξη + ωθούμαι) (ε.φ.) διαστημόπλοιο κινούμενο με μηχανισμό πυρηνικής σύντηξης (μτφ. δ. απο την αγγλική torchship)