ταλερωτοειδές: [το] (Τάλως + ερωτοειδές) μηχανικό ομοίωμα ανθρώπου που χρησιμοποιείται για ερωτικές περιπτύξεις (μτφ. δ. απο την αγγλική sex robot) (© Ju-87)
Advertisement
ταλερωτοειδές: [το] (Τάλως + ερωτοειδές) μηχανικό ομοίωμα ανθρώπου που χρησιμοποιείται για ερωτικές περιπτύξεις (μτφ. δ. απο την αγγλική sex robot) (© Ju-87)